αμία

αμία
(amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά. Το μοναδικό είδος του γένους αυτού που συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα είναι η α. η φαλακρή. Το ψάρι αυτό ονομάζεται από τους ιθαγενείς σκυλόψαρο του γλυκού νερούλασπόψαρο, για την αδηφαγία που το χαρακτηρίζει και για τη διαβίωσή του μέσα στη λάσπη και στα θολωμένα νερά των ποταμών, ώστε να μπορεί να προφυλάσσεται από τον θερινό καύσωνα. To σώμα του είναι χοντρό και σκεπασμένο από σκληρά λέπια. H σπονδυλική του στήλη είναι οστεώδης, το ουραίο πτερύγιο στρογγυλωπό, ενώ το ραχιαίο είναι μακρύ όσο και το μισό μήκος του σώματός του. Έχει νηκτική κύστη που αποτελείται από μεγάλο μεμβρανώδη σάκο, ο οποίος καλύπτεται από πολλά αιμοφόρα αγγεία. H κύστη αυτή βρίσκεται κάτω από την πεπτική συσκευή και χρησιμεύει ως αναπνευστικό όργανο. Χάρη σε αυτήν μπορεί να παραμείνει έξω από το νερό για αρκετή ώρα. To χρώμα του είναι λαδί, κατά την περίοδο της ωοτοκίας του θηλυκού τα πτερύγιά του είναι πράσινα, ενώ το αρσενικό έχει κοντά στην ουρά μια μαύρη κηλίδα. Την άνοιξη, που είναι η εποχή της αναπαραγωγής, τα αρσενικά κατασκευάζουν με το στόμα και την ουρά τους ένα κοίλωμα, που καλεί το θηλυκό για να γεννήσουν εκεί τα αβγά τους. Κατόπιν, το αρσενικό γονιμοποιεί τα αβγά με επίβρεξη και τα επωάζει περίπου επί επτά ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, οι γόνοι σχηματίζουν κοπάδια περίπου χιλίων των ατόμων και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής υπό την επίβλεψη του πατέρα τους, που τα προστατεύει ωσότου φτάσουν τα 8 έως 10 εκ. Το κρέας του ψαριού αυτού τρώγεται μόνο καπνιστό. Πολλά είδη της α. βρέθηκαν σε απολιθώματα, στη Γαλλία και στη Γερμανία, σε γεωλογικά στρώματα της ηωκαίνου, της ολιγοκαίνου και της μειοκαίνου περιόδου του καινοζωικού αιώνα.
* * *
ἀμία, η και ἀμίας, ο (Α)
είδος ψαριού, ίσως η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, πρβλ. αιγυπτ. mehi, mhit (= ονομασία ψαριού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμία — ἀμίᾱ , ἀμία tunny fem nom/voc/acc dual ἀμίᾱ , ἀμία tunny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμίᾱ , ἀμίας tunny masc nom/voc/acc dual ἀμίας tunny masc voc sg ἀμίᾱ , ἀμίας tunny masc voc sg (attic) ἀμίᾱ , ἀμίας tunny masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίας — ἀμίᾱς , ἀμία tunny fem acc pl ἀμίᾱς , ἀμία tunny fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμίᾱς , ἀμίας tunny masc acc pl ἀμίᾱς , ἀμίας tunny masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμίαι — ἀμίᾱͅ , ἀμία tunny fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμίαι , ἀμίας tunny masc nom/voc pl ἀμίᾱͅ , ἀμίας tunny masc dat sg (attic doric aeolic) ἐμίαι , ἐμίας one who is inclined to vomit masc nom/voc pl ἐμίᾱͅ , ἐμίας one who is inclined to vomit masc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαι — ἀμίᾱͅ , ἀμία tunny fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμίας tunny masc nom/voc pl ἀμίᾱͅ , ἀμίας tunny masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαν — ἀμίᾱν , ἀμία tunny fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμίᾱν , ἀμίας tunny masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀμίας tunny masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιῶν — ἀμία tunny fem gen pl ἀμίας tunny masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαις — ἀμία tunny fem dat pl ἀμίας tunny masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίην — ἀμία tunny fem acc sg (epic ionic) ἀμίας tunny masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίης — ἀμία tunny fem gen sg (epic ionic) ἀμίας tunny masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίῃ — ἀμία tunny fem dat sg (epic ionic) ἀμίας tunny masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”